- μυλαύλακο
- τοτο αυλάκι που διοχετεύει το νερό στο νερόμυλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυλαύλακο — το αυλάκι μέσω τού οποίου διοχετεύεται το αναγκαίο για την κίνηση τού μύλου νερό, αλλ. αμπολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + αυλάκι] … Dictionary of Greek
δέση — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 44 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις πλαγιές της νότιας Πίνδου, 66 χλμ. Δ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθήκων. * * * η (AM δέσις) [δω] 1. το δέσιμο, η σύνδεση 2. δέσμευση 3. συναρμογή,… … Dictionary of Greek